-
1 данные
мн. τα στοιχείατα δεδομένα (πλ.)вводить - βάζω τα -, καταχωρίζω τα -проверять - εξακριβώνω τα -, ελέγχω τα -- испытаний - των δοκιμών, ταπορίσματαитоговые - συνολικά -, τελικά -числовые - см. цифровые -экспериментальные - των δοκιμών, δοκιμαστικά -эксплуатационные - της λειτουργίας/εκμετάλλευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > данные
-
2 расход
1. (потребление) η κατανάλωση 2. (количество вещества, проходящее через определённое сечение за единицу времени) о βαθμός, η αναλογία (εκ)ροής, η παροχή 3. (диапазон отклонения штурвала, педалей и т.п.) η διαδρομή, η μετατόπιση, η απόκλιση 4. (финансовый) τα έξοδ/α, η δαπάνηсудно свободно от - ов по погрузке и выгрузке πλοίο ελεύθερο από - της φορτοεκφόρτωσηςобщие - ы γενικά -, η συνολική δαπάνη- ы по поставке на условиях СИФ - προμήθειας με όρους SIF (κόστος, ασφάλειαпостоянные - ы καθημερινά/μόνιμα -- ы связанные с изменением аккредитива - σχετικά με την αλλαγή της πιστωτικής επιστολής- ы связанные с открытием аккредитива - για άνοιγμα της πιστωτικής επιστολήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расход
-
3 вещь
-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. πράγμα, αντικείμενο•необходимые -и τα απαραίτητα πράγματα•
домашние -и τα πράγματα του σπιτιού.
|| ενδύματα, ιματισμός•положить -и в дорожный мешок βάζω τα πράγματα στονοδοιπο-πορικό σάκκο.
2. έργο, δημιούργημα•художник дал на выставку свой лучшие -и ο καλλιτέχνης έδοσε στην έκθεση τα καλύτερα έργα του.
3. γεγονός, κατάσταση•ты глубже смотри на -и εσύ βαθύτερα να εξετάζεις τα πράγματα•
странная вещь παράξενο πράγμα.
4. (φιλοσ.) αν τικείμενο, φαινόμενο•существуют -и независимо от нашего сознания υπάρχουν αντικείμενα ανεξάρτητα από τη συνείδηση μας•
-и в сейе αντικείμενα αυτά καθ’ εαυτά.
-
4 добыть
-буду, -будешь; παρλθ. χρ. добыл κ. добыл, -ла, добыло κ. добыло; προστκ. добудь; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. добытый, добыт, -а, -о κ. добыт, -а, -о ρ.σ.μ.1. φτάνω, βρίσκω•я с трудом -ыл необходимые книги με δυσκολία κατόρθωσα να βρω τα απαραίτητα βιβλία.
|| εξευρίσκω, αποκτώ, προμηθεύομαι•средства к существованию εξευρίσκω τα προς του ζειν.
(κυνηγ.) χτυπώ, σκοτώνω, φονεύω• πιάνω.2. εξάγω, εξορύσσω, βγάζω. -
5 принадлежность
-и θ.1. είδος, εξάρτημα•охотничьи -и κυνηγετικά είδη•
письменные ή канцелярские -и γραφικά είδη•
постельные ή спальные -и η κλινοστρωμνή, κρεβατόστρωση•
-и машины εξαρτήματα της μηχανής•
спортивные -и αθλητικά είδη•
необходимые -и τα απαραίτητα, τα χρειώδη.
2. ιδιότητα, γνώρισμα, χαρακτηριστικό.εκφρ.по -и отправить, посылать – στέλλω στον δικαιούχο.